μαθεύτρα

μαθεύτρα
και μαθητεύτρα, η
δασκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- τού μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. -(εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε -εύω (πρβλ. δουλεύ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • μαθητεύτρα — μαθητεύτρα, ἡ (Μ) βλ. μαθεύτρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”